- αχαρακτήριστος
- [ахарактир истое] επ бесхарактерный.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
αχαρακτήριστος — και χτήριστος, η, ο (AM ἀχαρακτήριστος, ον) αυτός που δεν έχει σαφή χαρακτηριστικά νεοελλ. 1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί, να του αποδοθούν σαφή χαρακτηριστικά 2. ακατονόμαστος, απρεπής, ελεεινός 3. αυτός στον οποίο δεν… … Dictionary of Greek
ανομολόγητος — η, ο (AM ἀνομολόγητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν ομολογήθηκε, δεν έγινε παραδεκτός 2. αυτός που δεν μπορεί να ομολογηθεί, αχαρακτήριστος, αισχρός 3. απερίγραπτος, τερατώδης αρχ. 1. ο ομολογούμενος ή συμφωνούμενος για δεύτερη φορά 2. το ουδ. ως … Dictionary of Greek